-
1 ферма
1. стр. η φέρουσα κατασκευήη δικτυωτή δοκός2. с.-х. η αγροτική μονάδα, разг. η φάρμα (ξεν.)молочная - γαλακτοπαραγωγική -, το γαλακτοπαραγωγικό αγρόκτημα -3. мор. το πλαίσιοοι φέροντες νομείςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ферма
-
2 балансир
1. мех. η δοκός του ζυγού- выхлопного клапана ο μοχλός της βαλβίδας καυσαερίων, ο ζυγός της αιώρησης2. (доменной печи) η ενισχυτική αντιταλαντωτική δοκός 3. (деталь часового механизма) о αιωρητής του (ω)ρολογιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансир
-
3 верх
I. 1. (верхняя часть) το (επ)άνω μέρος/τμήμα 2. (автомобиля) η οροφήбрезентовый - από αδιάβροχο ύφασμα (μουσαμά).II.η я к (горизонтальный элемент крепи забоя) η οριζόντια δοκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > верх
-
4 перекладина
1. стр. η εγκάρσια δοκός 2. (в спорте) η (οριζόντια) δοκός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладина
-
5 распорка
1. (звеньев якорной цепи) о στυλίσκος του κρίκου της αλυσίδας 2. (стой-ка) το ενισχυτικότο αντιστήριγμαη αντη-ρίς3. (поперечина) η εγκάρσια δοκός, το εγκάρσιο δοκάρι 4. (проставочный элемент) το διαχωριστικό τεμάχιο, το τεμάχιο διατήρησης απόστασης 5(продольная) η διαμήκης δοκός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распорка
-
6 бревно
-
7 штанга
штанга ж 1) (в тяжёлой атлетике) о αλτήρας 2) (в футболе) η δοκός» το δοκάρι* * *ж1) ( в тяжёлой атлетике) ο αλτήρας2) ( в футболе) η δοκός, το δοκάρι -
8 брус
брусм τό δοκάρι, ἡ δοκός:поперечный \брус τό μεσοδόκι, ἡ διάμεσος δοκός. -
9 перекладина
-ы θ.οριζόντια δοκός, οριζόντιο δοκάρι, διαδοκίδα εγκάρσια δοκός. -
10 арка
1. тех. το τόξοдвухцентровая - ενός-, δύο κέντρων2. арх. η αψίδαтриумфальная - του θριάμβου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арка
-
11 балка-стенка
η ακραία δοκός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка-стенка
-
12 бимс
мор. το ζυγό, το καμάρι, η άνω εγκάρσια δοκός του σκάφουςτο μέγιστο πλάτος του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бимс
-
13 брус
1. тех. η δοκός, το δοκάρι 2. (привальный) мор. το παράβλημα, το προστατευτικό ζωνάρι, το περίζωμα του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брус
-
14 грядиль
(плуга) η δοκός (αρότρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грядиль
-
15 дуга
1. (тех., мат.) το τόξοвольтова - физ. βολταϊκό -рефлекторная - (мед.2. арх. η αψίδα 3. мор. (траловая) η δοκός στην οποία δένονται τα δίχτυα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуга
-
16 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
17 затяжка
1. см. затягивание( в 1, 3, 4 знач.) 2. (элемент конструкции) η δοκός σύσφιγξης 3. (кож) το τέντωμα (του δέρματος) 4. (ο времени) η χρονοτριβή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затяжка
-
18 карлингс
мор. η διαδοκίς, η διαμήκης δοκός, το (διάμηκες) ενισχυτικό του καταστρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карлингс
-
19 консоль
1. тех. το ανέρτειστο, ο πρόβολος (δοκός)разг. η κονσόλα (ξεν.). - с подкосом - με αγκώνα/στήριγμα2. (подставка) η αντηρίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консоль
-
20 копыл
мор. о άτλας (κοιτίδος καθέλκυσης)разг. το τσιφούτι (η ξύλινη δοκός) (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копыл
См. также в других словарях:
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek